Εορτολόγιο

Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011

Το αίμα της Θεοτόκου - Μια αληθινή ιστορία


Το αίμα της Θεοτόκου - Μια αληθινή ιστορία


(μια αληθινή ιστορία)
Δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες Νόβογιε Βρέμια (=Νέοι Καιροί), φύλλο 1/12 Σεπτεμβρίου 1943, και Ρούσκαγια Ζίζνι (=Ρωσική Ζωή), φύλλο 7969/14 Μαΐου 1974.
Μετέφρασε και διασκεύασε από τη Ρωσική γλώσσα ο αρχιμ. Τιμόθεος, Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού.
Οι υποσημειώσεις ανήκουν στον μεταφραστή

Η ξηρασία εκείνη τη χρονιά ήταν φοβερή. Η γη άνοιξε από τη ζέστη. Οι πηγές στέρεψαν. Τα ποταμάκια στέγνωσαν. Τα πηγάδια άδειασαν. Τα φύλλα των δένδρων κιτρίνισαν, σαν να πέρασε δίπλα τους φωτιά. Το χορτάρι και τα σπαρτά στα χωράφια ξεραίνονταν από τη ρίζα. Ποτέ πριν η περιοχή Ζαμπαϊκάλ[1] δεν είχε αντιμετωπίσει τέτοια ανομβρία.
Ο εμφύλιος πόλεμος είχε πια τελειώσει με τον θρίαμβο της κόκκινης εξουσίας και την αποχώρησι του λευκού στρατού[2]. Στο Τοργίνσκ, χωριό των Κοζάκων[3] κοντά στην πόλη Νερτσίνσκ[4], η πρώτη δουλειά των μπολσεβίκων μετά την επικράτησί τους ήταν να σφραγίσουν τον κεντρικό ναό, όπου φυλασσόταν η περίφημη θαυματουργή ει­κόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Στις 8 Ιουλίου κάθε χρόνο, ανήμερα της μνήμης του Αγίου Προκοπίου, πλήθη πι­στών, έπειτα από πανηγυρική θεία λειτουρ­γία και παράκλησι, έπαιρναν την θαυμα­τουργή εικόνα και την λιτάνευαν σε κοντι­νά και μακρινά χωριά.
Ήταν 7 Ιουλίου του 1922. Στην λαϊκή συνέλευσι του Τοργίνσκ οι ασπρογένηδες γέροι Κοζάκοι άκουγαν σκυθρωποί τον Στέφανο Καμένστσικωφ, πρώην κόκκινο παρτιζάνο και τώρα γραμματέα του χω­ριού.
—Εσείς λοιπόν, σύντροφοι, λέτε ότι μας χτύπησε η ξηρασία επειδή η εργατική εξουσία απαγόρευσε την λιτάνευσι της εικόνας στα χωράφια και εμποδίζει τους παπάδες ν' αποκοιμίζουν πια τον λαό;
—Σωστά το μάντεψες, Στέφανε Βαχραμέγιεβιτς, αποκρίθηκε άφοβα ο Κύριλλος Μπούτιν, ένας ψηλός, γεροδεμένος Κοζά­κος με μαύρο παχύ μουστάκι, πρώην μαχη­τής στην πρώτη γραμμή του γερμανικού με­τώπου[5].
—Φαίνεται πως δεν σου πολυαρέσει η ε­ξουσία των εργατών και αγροτών, γρύλλισε ο Καμένστσικωφ. Το καλό που σου θέλω, μάζεψε το μπογαλάκια σου και τράβα να βρης τους λευκούς πέρα από την θάλασσα...
—Άστα αυτά. Στέφανε, απάντησε ήρεμα ο Μπούτιν. Φαίνεται πως έχασες το μυαλό σου. Ξέχασες κιόλας ότι στο έκτο σύνταγμα του Γιακίμωφ διοικούσα εκατοντάδες επαναστατών εναντίον των λευκών;
—Μπορεί τότε να πολέμησες τους τσαρι­κούς. Τώρα όμως δείχνεις πως δεν μπορείς να στερηθής τις μουχλιασμένες συνήθειες που σε δίδαξαν οι παπάδες. Σε τραβάνε πολύ...
Ο Καμένστσικωφ κοίταζε ειρωνικά τον Μπούτιν. Στο βλέμμα του όμως υπήρχε και κάτι το απειλητικό. Ήταν κοντός, με ζωηρό πρόσωπο, γεμάτο αυτοπεποίθησι. Είχε μό­λις τελειώσει το πρακτικό λύκειο της Νερτσίνσκ, όταν εντάχθηκε στα σώματα των κόκκινων παρτιζάνων. Πρόσφατα είχε τοποθετηθή στη θέσι του γραμματέως του χω­ριού. Η αυταρχικότητα του όμως δεν άργη­σε να  προκαλέση την δυσαρέσκεια όχι μό­νον των Κοζάκων, μα και των συντρόφων του, των παλιών κόκκινων παρτιζάνων.
—Σύντροφοι, συνέχισε μαχητικά. Πρέ­πει να λυτρωθούμε από την θρησκοληψία. Αφού στην ρωσσική γη δεν έχει πια θέσι ο τσάρος, δεν έχει θέσι ούτε ο Θεός. Ο άν­θρωπος ο ίδιος είναι για τον εαυτό του και Θεός και τσάρος...
Τα τελευταία λόγια του Καμένστσικωφ προκάλεσαν αναταραχή και σούσουρο στην συνάθροισι των χωρικών. Ακούστηκαν τολμηρές διαμαρτυρίες.
—Νάτα μας! Τι τόλμησε να πη το κουτά­βι!...
—Πέτρα στο λαιμό του και κατευθείαν για πνίξιμο!...
Ασπρομάλληδες γέροντες με ξαναμμένα πρόσωπα πετάχθηκαν απ’ όλες τις μεριές και άρχισαν να τον πλησιάζουν απειλητικά. Ο Καμένστσικωφ χλώμιασε και τους κοί­ταξε σαν χαμένος.
—Τι σημαίνει αυτό, σύντροφοι; είπε μέ­σα από τα δόντια του. Κάνετε λοιπόν σαμ­ποτάζ; Αντιστέκεσθε στην σοβιετική εξου­σία;
—Δεν κάνουμε σαμποτάζ, αποκρίθηκε ο Μπούτιν, ενώ τα μαύρα μάτια του πετού­σαν σπίθες. Εκδηλώνουμε την δίκαιη αγανάκτησι του λαού για τις βλασφημίες σου. Καλύτερα βούλωσε το στόμα σου!
—Σύντροφε Στέφανε, πήρε το λόγο ένας ηλικιωμένος Κοζάκος με έξυπνο και καλωσυνάτο πρόσωπο, πρώην εκκλησιαστικός σύμβουλος. Στείλε ένα δικό σου άνθρωπο στην Νερτσίνσκ. Εξήγησε στους προϊστα­μένους σου τι σου ζητούμε και γιατί. Εμείς ειρηνικά παρακαλούμε να λιτανεύσουμε την εικόνα της Παναγίας στα κατάξερα χω­ράφια μας. Κρίνε μόνος σου: Ποιος έχει να ζημιωθή απ’ αυτό;
—Όλοι εμείς πιστεύουμε στον Χριστό!, πετάχθηκε ένας ζωηρός νεαρός Κοζάκος. Μόνο εσύ, σκύλε, ζης χωρίς Χριστό!
Ο Καμένστσικωφ αντέδρασε.
—Τι ειν' αυτά που λέτε σύντροφοι; Μα τότε για ποιο πράγμα πολεμήσαμε; Γιατί χύσαμε το αίμα μας; Γιατί πήραμε με τόσες θυσίες την εξουσία;
Κοίταξε με κάποιαν ελπίδα συμπαραστά­σεως προς το μέρος που καθόταν οι πιο έμ­πιστοι του παλιοί κόκκινοι παρτιζάνοι. Ε­κείνοι όμως άρχισαν να ξεροβήχουν με α­μηχανία. Κανείς δεν τόλμησε να πάρη το μέρος του.
—Μας ξεγελάσατε και πολεμήσαμε!, φώ­ναξε ένας χωρικός. Τώρα που το καταλά­βαμε είναι αργά. Τους νεκρούς δεν μπορείς να τους φέρης πίσω!
Στην συγκέντρωσι απλώθηκε βαριά σιω­πή...
—Εσείς, σύντροφοι, τι λέτε; ρώτησε ξαφνικά ο Καμένστσικωφ σε ηπιώτερο τό­νο, γυρίζοντας στους φίλους του και προ­σπαθώντας να χαμογελάση.
—Σε παρακαλούμε, Στέφανε, είπε πάλι ο εκκλησιαστικός σύμβουλος, να σεβασθής την επιθυμία τόσων συντρόφων. Ειρηνικά σου το ζητούμε. Έκτος κι αν θέλης να με­ταχειρισθούμε άλλα μέσα... Δείξε σύνεσι για να σωθή η ειρήνη στο χωριό μας.
—Καλά... Σύμφωνοι... Θα σας κάνω το χατήρι!... Θα στείλω τώρα κιόλας άνθρω­πο στην Νερτσίνσκ. Βλέπω ότι δεν θέλετε ν' απελευθερωθήτε από την παπαδική απάτη, θα σας δείξω λοιπόν κι εγώ στην πράξι πόσο λάθος κάνετε.
Οι Κοζάκοι έφυγαν από την σύναξι σιω­πηλοί. Κάπου-κάπου μόνο σχολίαζαν με­ταξύ τους τα βλάσφημα λόγια του Καμέν­στσικωφ.
Η αναφορά που έστειλε ο Στέφανος στην Νερτσίνσκ έγραφε μεταξύ των άλλων:
«Αν και αρνούμαι κάθε συγκατάβασι α­πέναντι στις ξεπερασμένες θρησκευτικές αντιλήψεις, ειδικά γι' αυτή την φορά ειση­γούμαι την ικανοποίησι του αιτήματος των χωρικών του Τοργίνσκ, που ζητούν να κά­νουν μια λιτανεία. Ασφαλώς δεν πρόκειται να σταματήση η ξηρασία, που μαστίζει τον τόπο, με την περιφορά μιας ζωγραφιάς στα χωράφια. Εμείς όμως θ' αποκτήσουμε έτσι ένα ακόμη όπλο για την αθεϊστική μας προ­παγάνδα. Θα αποδειχθή δηλαδή στην πράξι ότι "φιλάνθρωπος και προνοητής Θεός" και "ευσπλαγχνικοί άγιοι" δεν υπάρχουν παρά μόνο στα παραμύθια του αμόρφωτου λαού και στις απάτες των παπάδων. Παρα­καλώ πάντως, για κάθε ενδεχόμενο, να στείλετε και μερικά επίλεκτα στελέχη της G.P.U.[6] για να παρακολουθήσουν την εξέλιξι των γεγονότων».
* * *
Ανήμερα του Αγίου Προκοπίου, μόλις ο καυτερός ήλιος ανέτειλε στον ορίζοντα, πλήθη χωρικών συγκεντρώθηκαν μπροστά στον κεντρικό ναό του Τοργίνσκ, ντυμένοι όλοι στα γιορτινά. Η χαρμόσυνη είδησις ότι σήμερα, όπως και τον παλιό καιρό, θα γίνη λιτανεία για βροχή, διαδόθηκε αστρα­πιαία σ' όλα τα γύρω χωριά.
Πολύ νωρίτερα είχαν ξεκαρφωθή από τις πόρτες και τα παράθυρα του ναού oι σανί­δες, με τις οποίες είχε σφραγισθή. Η Κυρία Θεοτόκος άνοιξε διάπλατα τις πύλες του οίκου Της στους πιστούς. Οι γλυκόλαλες καμπάνες σκορπούσαν και πάλι μακριά τον ήχο τους, όπως τα περασμένα χρόνια... Τις ώρες τούτες νόμιζες πως ο παλιός ειρηνικός ρυθμός της ζωής δεν είχε ποτέ διαταραχθή. Λες και δεν είχε προηγηθή το φοβερό αιματοκύλισμα του εμφυλίου πολέμου...
Η μόνη παραφωνία μέσα στην αρμονία των εκδηλώσεων της κοζάκικης ευσέβειας ήταν η παρουσία των πρακτόρων της G.P.U., με τα χαρακτηριστικά καπέλλα τους. Είχαν περικυκλώσει τον ναό και κοί­ταζαν πότε βλοσυρά και πότε χλευαστικά τις οικογένειες των Κοζάκων που, χαρού­μενες κι ευλαβικές, συνωστίζονταν στο προαύλιο.
Όταν σε λίγο εμφανίσθηκε το βαρύ πλαί­σιο με την εικόνα της Παναγίας· όταν πρό­βαλαν οι γέροντες Κοζάκοι με τα λαμπερά πρόσωπα, που την σήκωναν με φόβο Θεού· όταν πίσω τους φάνηκαν οι χρυσοντυμένοι ιερείς, ψάλλοντας δυνατά θεομητορικούς ύμνους, όλοι οι πιστοί έπεσαν στα γόνατα. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια τους. Ευ­λαβικοί στεναγμοί και ικετήριες κραυγές έσχιζαν τον αέρα.
—Δέσποινα τ’ ουρανού! Προστασία των Χριστιανών! Ελέησον ημάς!
Από την μεγάλη εικόνα, που άστραφτε γεμάτη πολύτιμα πετράδια, τα μεγάλα μά­τια της Θεομήτορος κοίταζαν με κάποια θλίψι τον γονατισμένο λαό.
Ο Καμένστσικωφ που στεκόταν μπροστά-μπροστά με μιαν ώργισμένη έκφρασι στο πρόσωπο, συγκλονίσθηκε σύγκορμα, ό­ταν το βλέμμα του συναντήθηκε μ’ εκείνα τα ουράνια μάτια, που ερευνούσαν θαρρείς τα μύχια της σκληρής καρδιάς του. Τράβηξε τα μάτια του από την εικόνα, αλλά μια μυ­στική και ανεξήγητη δύναμις τον ωθούσε να την κοιτάξη πάλι, και πάλι... Για ν' αν­τιδράση βγήκε με γοργά βήματα έξω από το προαύλιο.
Η όψις όμως των ακτινοβόλων και μελαγχολικών θεομητορικών ματιών έ­μενε βαθιά χαραγμένη μέσα του. Διόρθωσε αμήχανα τον γούνινο σκούφο του και άνα­ψε τσιγάρο.
Από τον περίβολο του ναού, όπου γινό­ταν παράκλησις, έφθαναν στ' αυτιά του οι εκφωνήσεις του γέροντος Ιερέως π. Ιωάν­νου:
—...Υπέρ ευκρασίας αέρων, ευφορίας των καρπών της γης και καιρών ειρηνικών του Κυρίου δεηθώμεν...
Παρά την θέλησί του ο Καμένστσικωφ ψηλαφούσε σ' αυτά τα λόγια όλη την μυ­στική ομορφιά, το βάθος και την σοφία τους. Ανάπαυσι και γαλήνη, ιδιαίτερη πνοή χάριτος ανακάλυπτε στις απλές και κατα­νοητές αυτές λέξεις. Κινήθηκε μέσα του κά­τι παράξενο που τον έσπρωχνε να χωθή μέ­σα στο πλήθος του πιστού λαού, να γονατίση κι αυτός, να βρη ψυχική ειρήνη και ανά­παυσι...
Ήταν κάτι στιγμιαίο. Ξαφνικά η νευρι­κότητα η εμπάθεια τον ξανακυρίσευσαν. Πέταξε μακριά το τσιγάρο και μουρμούρισε βλάσφημα:
—Θα σας δείξω εγώ σήμερα τι αξίζει ο Χριστός σας και η Παναγία σας!
Η λιτανεία είχε κιόλας ξεκινήσει. Πλή­θος λαού, με φανταχτερά πουκάμισα και πολύχρωμα φουστάνια, ξεκίνησε για τους μαχαλάδες και τους αγρούς.
Η ζέστη ήταν αφόρητη. Ο ουρανός κα­ταγάλανος. Ο ήλιος καυτερός, κατάκαιγε τα πάντα. Τα δένδρα με τα κιτρινισμένα φύλλα έγερναν θλιμμένα στην γη. Το ξερό χορτάρι θρυμματιζόταν κάτω από τα πόδια του πλήθους. Τα σπαρτά είχαν σχεδόν καταστραφή.
—Μας εγκατέλειψε ο Θεός για τις αμαρ­τίες μας, είπε ο Κύριλλος Μπούτιν στον συνοδοιπόρο του, έναν κυρτωμένο γέρο-Κοζάκο.
—Μόνη ελπίδα μας είναι η Παναγία, α­πάντησε εκείνος και σταυροκοπήθηκε. Δεν συνέβη ποτέ να μην ακούση τις προσευχές μας. Πάντοτε, μετά από την λιτανεία στα χωράφια, στέλνει την ποθητή βροχούλα.
—Μακάρι να μας λυπηθή κι εφέτος, ανα­στέναξε ο Μπούτιν.
Όταν η εικόνα έφθασε στο δικό του χωράφι, γονάτισε πάνω στην σκληρή γη και προσευχήθηκε θερμά. Οι ιερείς ράντιζαν με αγιασμό το μαραμένο σιτάρι. Οι σταγόνες έπεφταν πάνω στα γερμένα στάχυα και λα­μπύριζαν κάτω από τον ανελέητο ήλιο...
Μέχρι το βράδυ μετέφεραν την εικόνα από χωράφι σε χωράφι και έκαναν παντού δεήσεις. Το πλήθος διέσχιζε αγρούς, λό­φους, δάση, σκονισμένους δρόμους, στεγνά ρυάκια. Στις μυριόστομες ικεσίες, «δώσε, Κύριε, βροχή στην διψασμένη γη», φαινό­ταν σαν ν' αναστέναζε και αυτή η γη, σαν να επαναλάμβανε τα πονεμένα τούτα λόγια, σαν να περίμενε κι αυτή το θαύμα. Το θαύμα της ζωής και της ανακαινήσεως.
Ο Καμένστσικωφ, ανεβασμένος πάνω στο μαύρο του άλογο, ακολουθούσε βήμα προς βήμα τον λαό και χαμογελούσε ειρω­νικά. Μιλούσε στους ανθρώπους της G.P.U. περιφρονητικά για την καθυστέρησι, την αμάθεια, τις προλήψεις και τις δεισιδαιμο­νίες των Κοζάκων.
—Για μας ωστόσο, πρόσθεσε στο τέλος, κέρδος θα πρόκυψη. Η σημερινή κωμωδία είναι μια ευκαιρία, για να ξεσκεπάσουμε τις απάτες των παπάδων και να εξευτελί­σουμε την λαϊκή θρησκοληψία. Θαύματα στην εποχή μας δεν γίνονται. Σάμπως γί­νονταν ποτέ τάχα; Κανένα Θεό δεν έχουμε ανάγκη για την βροχή. Το σοβιετικό κράτος θα κατασκευάση ένα καλό αρδευτικό σύ­στημα και θα οικοδομήση μια νέα κατάστασι χωρίς Θεό, χωρίς παπάδες, χωρίς τσι­φλικάδες ...
Εκείνη την στιγμή θυμήθηκε άθελα του εκείνα τα θαυμαστά μάτια, που από την ει­κόνα της Θεομήτορος κοίταζαν μέσα στην ψυχή του, και απότομα σώπασε...
Αργά το απόγευμα, όταν ο λαός έμπαινε πάλι στο χωριό, εμφανίσθηκε ξαφνικά στα δυτικά του ξάστερου ορίζοντα ένα μικρό λευκό συννεφάκι, που μεγάλωνε γρήγορα. Ένα ελαφρό αεράκι δρόσισε τα βασανισμέ­να πρόσωπα των χωρικών. Μετέφεραν τώ­ρα την εικόνα μέσα στους κήπους των σπι­τιών. Ράντιζαν με αγιασμό τις αυλές κι έ­καναν δεήσεις.
Στην αυλόπορτα του σπιτιού του Καμέν­στσικωφ η γριούλα μητέρα του, με πρόσχα­ρο πρόσωπο κι εγκάρδια προσευχή, περίμε­νε την ιερή εικόνα. Ο γιός της την είδε. Κάλπασε γρήγορα μπροστά από την λιτα­νεία και της φώναξε:
—Μην τολμήσης, γριά, να βάλης μέσα στην αυλή μας αυτή τη γύφτισσα της οικου­μένης, γιατί κι εγώ δεν ξέρω τι θα γίνη!...
—Τι έπαθες, Στέφανε; Σου σάλεψε το μυαλό; Τι λόγια είν' αυτά που ξεστομίζεις;
—Θα δης σε λίγο, της αποκρίθηκε με ύφος απειλητικό και ειρωνικό συνάμα.
Κοίταξε τον ουρανό και κατσούφιασε. Το ένα μετά το άλλο άρχισαν να εμφανίζωνται πολλά μικρά συννεφάκια, άσπρα στην αρ­χή, που σιγά-σιγά μεγάλωναν, σκούραιναν και γέμιζαν όλο τον ορίζοντα.
Έφεραν την εικόνα στην αυλή του σπι­τιού του. Ο ιερεύς άρχισε να λέη την συνη­θισμένη εκφώνησι. Ο Καμένστσικωφ δεν κρατήθηκε πια. Κατακόκκινος, ξαναμμέ­νος, με τα χαρακτηριστικά του προσώπου τραβηγμένα από την έντασι, πήδησε μπρο­στά του και του φώναξε με οργή:
—Φτάνει πια η κωμωδία! Σύντροφοι, ε­λάτε!
Στην εντολή του οι άνδρες της G.P.U. κύ­κλωσαν την εικόνα και απομάκρυναν τον κόσμο.
—Τώρα θα σας δείξω εγώ αν υπάρχη ο Θεός σας και η Παναγία σας! Εδώ μπρο­στά στα μάτια σας θα κάνω κομμάτια αυτό το παλιόξυλο, που σαν σκλάβοι προσκυνά­τε... Κι εσύ, τραγόπαπα, φύγε από δω!
Άρπαξε τον π. Ιωάννη από την λευκή γε­νειάδα του, τον τράβηξε κοντά του και μετά τον έσπρωξε με ορμή.
Ο κόσμος τα έχασε. Οι γυναίκες άρχισαν να κλαίνε.
Ο π. Ιωάννης κυλίσθηκε στην γη. Ο χρυσός σταυρός, που κρατούσε στο δεξί του χέρι, έπεσε χάμω. Ο Καμένστσικωφ τον κλώτσησε με την μπότα του. Και α­στραπιαία, πριν προλάβουν να συνέλθουν οι Κοζάκοι, σήκωσε το αστραφτερό καυκασιανό σπαθί του και χτύπησε με όλη του την δύναμι την εικόνα της Θεοτόκου!
Το πλήθος πάγωσε από φρίκη για την πρωτοφανή ασέβεια... Αμέσως όμως ακού­σθηκαν ανακατεμένες φωνές, γεμάτες δέος:
—Αίμα, αίμα!...
—Κοιτάτε, κοιτάτε!...
—Θαύμα, θαύμα...
Ο Καμένστσικωφ κοίταξε άγρια γύρω του. Δεν άργησε να καταλάβη τι φώναζαν και γιατί. Η μητέρα του έπεσε στα γόνατα και τον άρπαξε από τα πόδια.
—Στέφανε, κοίτα την Δέσποινα... Αμαρτία ανήκουστη..., μπόρεσε μόνο να ψελλίση ανάμεσα στ' αναφυλλητά της.
Ο βέβηλος έριξε μια ματιά στην εικόνα. Το χέρι που την χτύπησε κρεμάστηκε στον αέρα. Το αίμα του πάγωσε... Στεκόταν σαν κεραυνόπληκτος, με τα μάτια του καρφω­μένα στην εικόνα.
Στην δεξιά πλευρά της, στο σημείο που δέχθηκε το κτύπημα του σπαθιού, το βαρύ πλαίσιο είχε σπάσει και έτρεχε σταγόνα-σταγόνα αίμα! Από την «πληγή» το αίμα κυλούσε όλο και χαμηλότερα, βάφοντας κόκκινο το ασημένιο φόρεμα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Αλλά δεν ήταν μόνο το αίμα.
—Δάκρυα, δάκρυα!..., φώναξε ο Καμένστσικωφ με παράξενη, βραχνή φωνή.
Το σπαθί έπεσε τώρα από το χέρι του. Σκέπασε το πρόσωπο με τα δυο του χέρια. Σαν τρελλός ώρμησε να φύγη, ανοίγοντας δρόμο μέσα από το πυκνό πλήθος.
Από τα μάτια της Παναγίας έτρεχαν μεγάλα, καθαρά δάκρυα, σαν διαμάντια.
Ο λαός έπεσε στα γόνατα.
Ο ουρανός άρχισε να βρέχη...
Η ευλογημένη βροχή κράτησε τρία μερόνυχτα. Τρεις ήμερες και τρεις νύκτες το ζω­ογόνο νερό πότιζε ασταμάτητα την κατάξερη γη. Την τετάρτη ήμερα ξέσπασε μια φοβε­ρή καταιγίδα, τέτοια που κανείς δεν θυμό­ταν να είχε ξαναγίνει. Την επομένη ο ήλιος έλαμψε πάλι χαρούμενα στον ολοκάθαρο ουρανό. Γύρω όλα άρχισαν να πρασινίζουν, να ευφραίνωνται, ν’ απολαμβάνουν το θαύ­μα της ζωής, το θαύμα της αναγεννήσεως.
Η εικόνα της Παναγίας του Τοργίνσκ μεταφέρθηκε εσπευσμένα στην Νερτσίνσκ: εν­τολή των αρχών. Ο ναός σφραγίσθηκε ερμητικά και οι καμπάνες του αχρηστεύθη­καν. Ο π. Ιωάννης ωδηγήθηκε στην φυλα­κή. Και ο Στέφανος Καμένστσικωφ έγινε άφαντος. Κανείς δεν είδε πια τον παλιό κόκκινο παρτιζάνο.
Πέρασαν αρκετά χρόνια.
Ήταν μια φθινοπωρινή νύκτα του 1930.
Γύρω στα μεσάνυχτα μπήκε καλπάζοντας στο Τοργίνσκ ένα μικρό απόσπασμα λευ­κών παρτιζάνων.
Οι καβαλάρηδες σταμάτησαν στην μέση του χωριού, έβγαλαν τους σκούφους τους και σταυροκοπήθηκαν ευλαβικά. Πριν από οκτώ χρόνια υψωνόταν εδώ ο περίφημος ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου με την θαυ­ματουργή εικόνα της. Σκιερά δένδρα κι έ­νας ασπρισμένος μανδρότοιχος την περιέβαλλαν. Τώρα στην θέσι αυτή ήταν ένας απλός, ωργωμένος αγρός.
—Εδώ βρισκόταν το μεγάλο και ιερό κειμήλιο της πίστεως και της φυλής μας, είπε χαμηλόφωνα στους άνδρες του ο αρ­χηγός του αποσπάσματος. Εδώ διέπραξα το φοβερότερο ανοσιούργημα στην Ιστορία των Ορθοδόξων Κοζάκων... Από την ώρα εκείνη δεν έβρισκα ησυχία πουθενά, ήμερα και νύκτα... Τα μεγάλα, θλιμμένα, ακτινοβόλα μάτια της Παναγίας μας, η αιματο­βαμμένη μορφή της, με ακολουθούσαν πα­ντού... Δεν μπορούσα να σταθώ πουθενά. Στα πέντε χρόνια που ακολούθησαν γύρισα ολόκληρη σχεδόν την Ρωσία, κι ένοιωσα την καταπίεσι και τον πόνο του Ορθοδό­ξου λαού μας... Ξαναβρήκα την πίστι μου. Στην σκιά του σταυρού αναπαύθηκε η ψυχή μου. Καθαρίσθηκα από τις αμαρτίες του παρελθόντος. Είχα βάψει τόσες φορές τα χέρια μου στο αίμα αθώων Κοζάκων... Νοιώθω εξαγνισμένος και ήσυχος τώρα. Τι κι αν η σοβιετική εξουσία έχει επικηρύξει το κεφάλι μου; Τι κι αν θεωρούμαι σαν τσαρικός κακούργος, επικίνδυνος αντεπαναστάτης και «εχθρός του λαού»;... Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν!
Ο Στέφανος Καμένστσικωφ σιώπησε, αναστέναξε βαθιά και σπηρούνισε το άλο­γο του. Κατευθύνθηκε προς το πατρικό του σπίτι. Η καρδιά του κτυπούσε δυνατά. Οκτώ χρόνια είχε να δη την γερόντισσα μάνα του.
—Λάβαμε όλα τα μέτρα ασφαλείας; ρώ­τησε τον υπασπιστή του και, χωρίς να περιμένη απάντησι, προχώρησε με αδημονία στον περίβολο του σπιτιού.
Στο κατώφλι τα σανίδια τρίζανε κάτω από τα πόδια του. Κτύπησε με το μεγάλο σιδερένιο κρίκο της εξώπορτας. Από μέσα ακούσθηκαν αργά βήματα και μια τρεμάμε­νη γέρικη φωνή:
—Ποιος είναι;
—Μητέρα, εγώ, ο Στέφανος, απάντησε ψιθυριστά μα καθαρά ο Καμένστσικωφ.
—Στέφανε, γιέ μου!...
Άνοιξε την πόρτα. Ο Στέφανος έπεσε με λαχτάρα και συγκίνησι στην αγκαλιά της. Παράξενο, όμως! Εκείνη, αντί να τον σφί­ξη, τον έσπρωξε μακριά, κάνοντας του κά­ποιο νόημα. Ο Στέφανος δεν κατάλαβε. Στάθηκε σαστισμένος στην σκοτεινή είσοδο.
—Ενέδρα!, ούρλιαξε η γριούλα. Φύγε αμέσως! Οι άθλιοι, σε περιμένουν εδώ από το απόγευμα! Προδοσία!
—Την παλιόγρια! Μας πρόδωσε! ακούσθηκε μια βαρειά φωνή από μέσα.
Την ίδια στιγμή άστραψε μια φλόγα κι ακούσθηκαν τρεις πυροβολισμοί, ο ένας πί­σω από τον άλλο. Ο Καμένστσικωφ τινά­χθηκε πίσω σαν αστραπή. Μόλις πρόλαβε να δη την μητέρα του να σωριάζεται νεκρή, κτυπημένη στο κεφάλι. Οι σύντροφοι του ώρμησαν μέσα στην αυλή και άρχισαν να πυροβολούν προς το σπίτι.
—Χειροβομβίδες!, διέταξε ο Καμένστσικωφ.
Δεκάδες χειροβομβίδες ρίχθηκαν αμέσως στην ανοικτή εξώπορτα του σπιτιού και στα παράθυρα. Ο τόπος σείσθηκε από τις εκρή­ξεις. Στο αλώνι και τους αγρούς τα άχυρα πήραν φωτιά. Άνδρες της G.P.U. έτρεξαν να εμποδίσουν την υποχώρησι των ανταρ­τών. Εκείνοι όμως πρόλαβαν ν' ανεβούν στ' άλογα τους και να φύγουν καλπάζοντας, ε­νώ πίσω τους σφύριζαν οι σφαίρες.
Από το σπίτι του Καμένστσικωφ έβγα­ζαν τραυματίες και νεκρούς... Στην είσοδο, μέσα σε μια λίμνη από αίμα, βρισκόταν σω­ριασμένο το σώμα της μητέρας του...
Στον νυκτερινό ουρανό έλαμπε το φεγγά­ρι και στο βάθος ήσυχα ακουγόταν ο φλοί­σβος των ρυακιών του μικρού ποταμού Τόργα...
Μια ζεστή, καλοκαιρινή ήμερα του 1932 ένας άνθρωπος μετρίου αναστήματος, με γκρίζο κασκέτο και μια μικρή βαλίτσα στο χέρι, κατέβηκε από την αμαξοστοιχία της Μαντζουρίας στον σιδηροδρομικό σταθμό του Χαρμπίν. Με περιέργεια κοίταξε το α­μέριμνο πλήθος των Κινέζων και των Ρώ­σων που περνοδιάβαιναν. Σταμάτησε, έβγα­λε το κασκέτο του και σκούπισε τον ιδρώτα, που έτρεχε ποτάμι στο πρόσωπο του.
Ήταν ο Στέφανος Καμένστσικωφ, που εγκατέλειπε πια τα σύνορα της πατρίδος του. Έφευγε, αλλά με ακμαίο το φρόνημα και ισχυρή την θέλησι να συνεχίση τον αγώνα. Πίστευε πως κάποια μέρα, αργά ή γρήγορα, η Κυρία Θεοτόκος θα έκανε το πιο μεγάλο θαύμα της και θ’ ανάσταινε την πατρίδα του...
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 8,9
ΙΟΥΝΙΟΣ - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1990
[1] Παλαιά διοικητική υποδιαίρεσις της Σιβηρίας. Σήμερα με το όνομα αυτό νοείται η περιοχή μετα­ξύ λίμνης Βαϊκάλης και μέσου Αμούρ

[2] Λευκός στρατός: έτσι ωνομάζονταν (σε αντίθεσι προς τον κόκκινο στρατό) οι αντεπαναστατικές-αντιμπολσεβιτικές δυνάμεις, που συγκροτήθηκαν μετά την επικράτησι του μπολσεβικισμού στην Ρω­σία, και αγωνίσθηκαν ανεπιτυχώς (1918 - 1920) για την ανατροπή του σοβιετικού καθεστώτος. Μέχρι το τέλος του 1919 οι λευκοί, υπό τον στρατηγό Ντενίκιν. πέτυχαν επανειλημμένες νίκες επί των μπολσεβίκων. Από το 1920 όμως ο κόκκινος στρατός ανασυντάχθηκε και έτρεψε σε υποχώρησι τους λευκούς, που διαλύθηκαν. Τα υπολείμματα του λευκού στρατού συγκεντρώθηκαν στην Κριμαία υπό τον στρατηγό Βράγγελ. Την 31 Οκτωβρίου 1920 οι 145.000 λευκοί μαχητές επιβιβάσθηκαν από τον όρμο Μοδά σε 127 πλοία και πέρασαν στην Καλλίπολι, απ' όπου διασκορπίσθηκαν στην Τουρκία, την Σερβία, την Ρουμανία, την Βουλγαρία, την Ελλάδα και την Δυτική Ευρώπη.
Μετά την άδοξη διάλυσι του λευκού στρατού δημιουργήθηκαν άτακτα ανταρτικά σώματα, οι λευκοί παρτιζάνοι (σε αντίθεσι προς τους κόκκινους παρτιζάνους-μπολσεβίκους) που συνέχισαν να αγωνίζωνται κατά του σοβιετικού καθεστώτος για αρκετά ακόμη χρόνια, χωρίς όμως σοβαρά αποτελέσματα.

[3] Οι Κοζάκοι εμφανίσθηκαν στις περιοχές της ΝΑ. Ρωσίας στα τέλη του 14ου αιώνος. Δεν αποτελούσαν ιδιαίτερη εθνότητα. Ήσαν Ρώσοι νομάδες ή ημιμόνιμοι κάτοικοι των στεππών, εξαίρετοι ιπ­πείς και ατίθασοι πολεμιστές, που προστάτευαν τους σλαβικούς πληθυσμούς των συνόρων από τις συ­νεχείς επιδρομές των νομαδικών ορδών. Ζούσαν υπό ημιστρατιωτικό και ημιαυτόνομο καθεστώς με ιδιαίτερα προνόμια. Βαθμιαία επεκτάθηκαν στη Σιβηρία, πέρα από τα Ουράλια και τη Βαϊκάλη. Το ό­νομά τους προέρχεται από την τουρκοταταρική λέξι καζάκ (=ελεύθερος πολεμιστής, θαρραλέος άν­δρας). Οι Κοζάκοι ήσαν ανέκαθεν Ορθόδοξοι, και μάλιστα ισχυρά και αμετακίνητα προσηλωμένοι στην Ορθοδοξία. Δεν εδίστασαν να υπερασπισθούν και με τα ξίφη ακόμη την πίστι τους, όταν εκινδύνευε, ιδιαίτερα κατά τις αλλεπάλληλες πνευματικές επιθέσεις της ουνίας κατά της Ρωσίας.
Οι Κοζάκοι σιγά-σιγά έχασαν την συνοχή, την μαχητική ανεξαρτησία και τον πολεμικό νομαδισμό τους και υπετάγησαν στον τσάρο. Κατά την επανάστασι του 1917 τήρησαν αρχικά ουδετερότητα. Κα­τά τον εμφύλιο πόλεμο όμως (1918-1920) μέρος των Κοζάκων ενώθηκε με τον κόκκινο στρατό, ενώ ο κύριος όγκος των δυνάμεών τους διετέθη εχθρικά προς το σοβιετικό καθεστώς και συνέπραξε με τους τσαρικούς αντεπαναστάτες (λευκούς). Μετά την αποτυχία της αντεπαναστάσεως (βλ. ανωτ. σημ. 2) οι περισσότεροι Κοζάκοι αναγκάσθηκαν να εκπατρισθούν και να διασκορπισθούν σε όλο τον κόσμο, ενώ όσοι παρέμειναν στη Σοβιετική πια Ρωσία υπετάγησαν στο νέο καθεστώς και, σε πολλές περιοχές, συνέπηξαν ιδιαίτερα στρατιωτικά σώματα. Οι προς Α.. της Κασπίας Κοζάκοι, μαζί με άλλες εθνότητες της περιοχής, απετέλεσαν την σοβιετική δημοκρατία του Καζακστάν.

[4] Μικρή πόλις της ανατολικής Σιβηρίας, της επαρχίας Ζαμπαϊκάλ, στις όχθες του ποταμού Νέρτσα και επάνω στην σιδηροδρομική γραμμή του υπερσιβηρικού σιδηροδρόμου. Εκείνα τα χρόνια είχε γύρω στους 7.000 κατοίκους, που ζούσαν από την καλλιέργεια της γης.

[5] Αναφέρεται στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.

[6] G.P.U. (προφ.: Γκεπεού) ωνομαζόταν η Κρατική Πολιτική Αστυνομία των Σοβιέτ μετά την κατάργησι της Τσεκά (Φεβρ. 1922). Είχε αστυνομικές και συγχρόνως δικαστικές αρμοδιότητες. Δίκαζε πάντοτε με μυστική διαδικασία. Η δραστηριότητά της υπήρξε φοβερή, ιδιαίτερα στις αρχές της περιόδου της κολλεκτιβοποιήσεως, και έγινε πολύ μισητή στον λαό. Την διεύθυνσί της ασκούσε ένα παντοδύναμο δεκαπενταμελές συμβούλιο, που αποτελούσε επίφοβη δύναμι ακόμη και για τους σοβιετικούς ηγέτες. Γι’ αυτό καταργήθηκε το 1934, ενώ ο κυριώτερος από τους αρχηγούς της, ο Γιάκοντα, εκτελέσθηκε το 1938.

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΡΩΜΑΙΑΣ



ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΡΩΜΑΙΑΣPDFΕκτύπωσηE-mail
Συντάχθηκε απο τον/την Kiriakos Diamantopoulos   
Σάββατο, 29 Οκτώβριος 2011
ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΡΩΜΑΙΑΣΓιορτάζουμε σήμερα 29 Οκτωβρίου, ημέρα μνήμης της Οσίας Αναστασίας της Ρωμαίας, ας πούμε λίγα λόγια:

Η Οσία Αναστασία η Ρωμαία έζησε επί αυτοκρατορίας Δεκίου και Bαλλεριανού και καταγόταν από τη Ρώμη. Όταν πέθαναν οι πλούσιοι γονείς της, διαμοίρασε την περιουσία που κληρονόμησε στους φτωχούς και πήγε σε μοναστήρι. Όταν τη συνέλαβε ο ηγεμόνας Πρόβος περίπου το 256 μ.Χ., υπενθύμισε στην Οσία Αναστασία την ανθηρή νεότητά της, για την οποία θα έπρεπε να αρνηθεί το Χριστό. Τότε, δυναμική υπήρξε η απάντησή της: «Εγώ, είπε, μία ωραιότητα και νεότητα γνωρίζω, εκείνη που δίνει ο Χριστός στις πιστές και γενναίες ψυχές, που προτιμούν γι’Αυτόν το θάνατο αντί άλλων εγκόσμιων αγαθών, όταν αυτά προτείνονται για την προδοσία του Θεού τους. Πλούτη είχα άφθονα. Δεν τα θέλησα. Αλλά το Χριστό μου τον θέλω και απ'Αυτόν καμία δύναμη δε θα μπορέσει να με χωρίσει. Αν αμφιβάλλεις, δοκίμασε».

Εξαγριωμένος από την απάντηση ο Πρόβος, τη μαστίγωσε στο πρόσωπο και την ξάπλωσε σε αναμμένα κάρβουνα. Έπειτα, την κρέμασε και της έσκισε το σώμα. Μετά έκοψε τους μαστούς της, ξερίζωσε τα νύχια της και τελικά την αποκεφάλισε. Έτσι, η Οσία Αναστασία παρέδωσε την ψυχή της στον Κύριο.

Στους εορτάζοντες και στις εορτάζουσες, χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό !!!

Ανάλυση ονόματος:
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ: (από την λέξη ανάσταση) = ο αιώνιος, όπως ο αναστάς Ιησούς.

Απολυτίκιο:
Ἦχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε
Ἀσκήσει ἐκλάμψασα ὥσπερ παρθένος σεμνή ἀθλήσεως αἵμασι τὴν τῆς ἁγνείας στολὴν ἐνθέως ἐφοίνιξας ὅθεν, Ἀναστασία, ὡς ὁσία καὶ μάρτυς, χάριτας ἰαμάτων ἀποστράπτεις ἐν κόσμῳ πρεσβεύουσα τῷ Σωτῆρι ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Το συναξάρι επιμελείται ο συνεργάτης του agioritikovima.gr Κυριάκος Διαμαντόπουλος


Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

Η Ημερήσια Διαταγή του στρατάρχου Αλέξανδρου Παπάγου...


Η Ημερήσια Διαταγή του στρατάρχου Αλέξανδρου Παπάγου...


ΓΕΝΙΚΟΝ  ΣΤΡΑΤΗΓΕΙΟΝ
     ΓΡΑΦΕΙΟΝ III.

Ημερησία Διαταγή 22 Νοεμβρίου 1940
Στρατιώται,
Μέσα σε είκοσι πέντε ημέρες εξεδιώξατε τον άνανδρον επιδρομέα από τα εδάφη μας εις τα οποία αιφνιδίως και υπούλως προσεπάθησε να εισχώρηση και τον συντρίψατε παντού με την ορμή σας και την γενναιότητά σας.
Τη στιγμή αυτή ολόκληρος η Ελλάς η αγαπημένη μας πατρίδα και οι σκορπισμένοι σ’ όλη τη γη Έλληνες παρακολουθούν τους αγώνας σας με ιερά συγκίνηση και πρωτοφανή ενθουσιασμό για τους ηρωισμούς σας.
Όλος ο κόσμος και αι εφημερίδες όλου του κόσμου αναγράφουν καθημερινώς τους ωραιότερους ύμνους για την ακατάβλητη ανδρεία του «ΕΛΛΗΝΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΟΥ» και η Διεθνής κοινή γνώμη θαυμάζει το ψυχικό σας μεγαλείο και την υπέροχη προσπάθεια που με τόσο ενθουσιασμό συνεχίζετε.

Στρατιώται,

Ο Θεός είναι μαζί μας. Η πληγωμένη Παναγία της Τήνου ευλογεί τον αγώνας μας και σας οδηγεί, και αυτή θα σας δώση όλη τη δύναμη για να συντρίψετε οριστικά και τελειωτικά τον ύπουλο εχθρό που θέλησε χωρίς καμμιά αφορμή να μας κάνη δούλους.
Μη λησμονήσετε ποτέ ότι: «καλλίτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή».
Εμπρός λοιπόν πάντοτε εμπρός για να ρίξετε στη θάλασσα τον τρομοκρατημένο εχθρό μας.
Ζήτω η ΕΛΛΑΣ η μητέρα των παλληκαριών. 
Ζήτω οι ΓΕΝΝΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΙ.

Ο Αρχιστράτηγος 
Α.   ΠΑΠΑΓΟΣ

Η Ημερήσια Διαταγή του στρατάρχου Αλέξανδρου Παπάγου με ημερομηνία
22 Νοεμβρίου 1940.

ΠΗΓΗ: “ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΓΛΩΣΣΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΣ
ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΔΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ”

ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΡ. ΔΟΡΟΥΚΙΔΗΣ 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΚΕΣΟΠΟΥΛΟΣ

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΣΤΟΡΟΣ



ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΣΤΟΡΟΣPDFΕκτύπωσηE-mail
Συντάχθηκε απο τον/την Kiriakos Diamantopoulos   
Πέμπτη, 27 Οκτώβριος 2011 
ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΣΤΟΡΟΣΓιορτάζουμε σήμερα 27 Οκτωβρίου, ημέρα μνήμης του Αγίου Νέστορος, ας πούμε λίγα λόγια:

Ο Νέστορας ήταν πολύ νέος στην ηλικία, ωραίος στην όψη και γνώριμος του Αγίου και ενδόξου Δημητρίου (βλέπε 26 Οκτωβρίου).
Ο Νέστορας, λοιπόν, βλέποντας ότι ο αυτοκράτωρ Διοκλητιανός χαιρόταν για τις νίκες κάποιου σωματώδους βαρβάρου, ονομαζόμενου Λυαίου, μίσησε την υπερηφάνεια του. Βλέποντας όμως και τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου, πήρε θάρρος. Πήγε λοιπόν στη φυλακή, όπου ήταν κλεισμένος ο Μεγαλομάρτυρας, και έπεσε στα πόδια του. Δούλε του Θεού Δημήτριε, είπε, εγώ είμαι πρόθυμος να μονομαχήσω με το Λυαίο, γι' αυτό προσευχήσου για μένα στο όνομα του Χριστού. Ο Άγιος, αφού τον σφράγισε με το σημείο του τιμίου Σταυρού, του είπε ότι και το Λυαίο θα νικήσει και για το Χριστό θα μαρτυρήσει. Τότε, λοιπόν, ο Νέστορας μπήκε στο στάδιο χωρίς φόβο και ανεφώνησε: «Θεὲ τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοί». Και αφού πολέμησε με το Λυαίο, του κατάφερε δυνατό χτύπημα με το μαχαίρι του στην καρδιά και τον θανάτωσε.
Εξοργισμένος τότε ο Διοκλητιανός, διέταξε και σκότωσαν με λόγχη το Νέστορα, αλλά και το Δημήτριο. Έτσι, μ' αυτή του την ενέργεια ο Νέστορας δίδαξε ότι σε κάθε ανθρώπινη πρόκληση πρέπει να αναφωνούμε: «Κύριος ἐμοὶ βοηθός, καὶ οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος;» (Ψαλμός νε' 5). Ο Κύριος είναι βοηθός μου και δε θα φοβηθώ. Τι θα μου κάνει οποιοσδήποτε άνθρωπος;

Στους εορτάζοντες και στις εορτάζουσες, χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό !!!

Απολυτίκιο:

Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀθλητὴς εὐσεβείας ἀκαταγώνιστος, ὡς κοινωνὸς καὶ συνήθης τοῦ Δημητρίου ὀφθεῖς, ἠγωνίσω ἀνδρικῶς Νέστωρ μακάριε, τὴ θεϊκὴ γὰρ ἀρωγή, τὸν Λυαῖον καθελῶν, ὡς ἄμωμον ἱερεῖον, σφαγιασθεὶς προσηνέχθης, τῷ Ἀθλοθέτῃ καὶ Θεῶ ἠμῶν.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός
saint.gr
 
Επιμέλεια: Κυριάκος Διαμαντόπουλος

Δέχεται ο Θεός τον διάβολο σε μετάνοια;


Δέχεται ο Θεός τον διάβολο σε μετάνοια;


Η ακόλουθη διήγησις που προέρχεται μάλλον από κάποια λιγότερο γνωστή παραλλαγή της συστηματικής συλλογής του Γεροντικού* σκοπό έχει να διδάξη πόσο μεγάλη είναι η φι­λανθρωπία του Θεού και ότι κανένας αμαρτωλός δεν πρέπει να απελπίζεται, ακόμη κι αν νομίζη ότι έχει γίνει όμοιος στην αμαρτία με τον διάβολο.
 ***
Κάποιος άγιος γέρον­τας, μεγάλος και διο­ρατικός, έχοντας νική­σει και ξεπεράσει ό­λους τους πειρασμούς των δαιμόνων, είχε λά­βει το χάρισμα να βλέπη οφθαλμοφανώς το πώς επιδρούν στην ζωή των ανθρώπων οι άγγελοι και οι δαίμονες· πώς δηλ. ο καθέ­νας από την πλευρά του αγωνίζονται για την ψυχές των ανθρώπων. Ήταν δε τόσο μεγάλος και υψηλός στην αρετή, που τα ακάθαρτα πνεύματα τον υπολόγιζαν πολύ και συστέλλονταν μπροστά του. Πολλές φορές τα κορόιδευε και τα ύβριζε θυμίζον­τας τους την πτώσι τους από τους ουρα­νούς και την αιώνια κόλασι του πυρός που τα περιμένει. Οι δαίμονες λοιπόν μιλούσαν με θαυμασμό για τον μεγάλο γέ­ροντα κι έλεγαν ότι κανένας να μη τολμήση στο εξής να παλέψη μαζί του ή έστω και να τον πλησίαση, μη τυχόν και πληγωθή από τον γέροντα, διότι έχει ανέλθει σε μεγάλο πλούτο απάθειας και έχει τύχει της θεώσεως με την χάρι του Παναγίου Πνεύ­ματος.

Ενώ λοιπόν έτσι είχαν τα πράγματα, κάποιος δαίμονας ρωτά έναν σύντροφο του:

— Αδελφέ Ζερέφερ (διότι αυτό ήταν το όνομα εκείνου του δαίμονος), αν κάποιος από εμάς μεταμεληθή, τον δέχεται ο Θεός σε μετάνοια; Ναι ή όχι; Και ποιος άραγε να το γνωρίζη αυτό;
Και αποκρίθηκε ο Ζερέφερ:

Θέλεις να πάω στον μεγάλο γέροντα που δεν μας φοβάται, να τον ρωτήσω τάχα σχετικά μ' αυτό και να τον δοκιμάσω;

Πήγαινε, αλλά πρόσεχε πολύ, γιατί ο γέροντας είναι διορατικός και θα καταλάβη ότι πηγαίνεις με δόλο και δεν θα πεισθή να ρωτήση τον Θεό. Αλλά πήγαινε και ή τα καταφέρνεις ή απλώς δοκιμάζεις και φεύγεις.

Πήγε λοιπόν τότε ο Ζερέφερ σ' εκείνον τον μεγάλο γέροντα και αφού πήρε σχήμα ανθρώπου, θρηνούσε και οδυρόταν μπρο­στά στον γέροντα. Ο Θεός δε θέλοντας να δείξη ότι δεν αποστρέφεται κανέναν που να έχη μετανοήσει, αλλά δέχεται όλους ό­σους προστρέχουν σ' Αυτόν, δεν αποκάλυ­ψε στον γέροντα τα σχετικά με τον δόλιο δράκοντα. Έτσι εκείνος τον έβλεπε σαν άνθρωπο και τίποτε περισσότερο. Γι' αυτό και τον ρώτησε:

Για ποιο λόγο κλαις, άνθρωπε, και θρηνείς από τα κατάβαθα της καρδιάς σου, ραγίζοντας έτσι με τα δάκρυα σου και την καρδιά μου;

Εγώ, πάτερ άγιε, δεν είμαι άνθρω­πος, αλλά, όπως μου φαίνεται, διάβολος πονηρός, λόγω του πλήθους των εγκλημά­των μου.

— Και τι θέλεις να κάνω για σένα, αδελφέ; (Διότι νόμιζε ότι από μεγάλη ταπείνωσι αυτοαπεκαλείτο δαίμων ο άνθρωπος, αφού ο Θεός δεν του είχε φανερώσει ακό­μη τι συνέβαινε στην πραγματικότητα).

Τίποτε περισσότερο δεν σου ζητώ, άνθρωπε του Θεού, παρά να παρακάλεσης πολύ τον Κύριο και Θεό σου να σου φανέρωση αν δέχεται τον διάβολο σε μετάνοια. Διότι αν δέχεται εκείνον, τότε θα δεχθή κι εμένα που δεν υστερώ σε τίποτε από λόγου του.

Να κάνω όπως θέλεις. Για την ώρα ό­μως πήγαινε σήμερα σπίτι σου κι έλα αύριο εδώ να σου πω το θέλημα του Θεού.

Και σαν έγινε αυτό, άπλωσε τα χέρια ο γέροντας εκείνο το βράδυ και παρακάλεσε τον φιλάνθρωπο Θεό να του φανέρωση αν δέχεται τον διάβολο σε μετάνοια. Κι αμέ­σως του παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου, φωτεινός σαν αστραπή, και του λέει:

Τάδε λέγει Κύριος ο Θεός σου: «Γιατί με παρακαλείς για χάρι του δαίμονα; Και γιατί ήρθε αυτός δολίως να σε πειράξη;»

Και πώς ο Κύριος δεν μου αποκάλυ­ψε την περίπτωσι, αποκρίθηκε ο γέροντας, αλλά μου την απέκρυψε, ώστε να μη την αντιληφθώ;

Μη λυπηθής γι' αυτό το πράγμα. Διό­τι πρόκειται για κάποια θαυμαστή οικονο­μία του Θεού προς ωφέλειαν των αμαρτω­λών, ώστε να μην απελπίζωνται. Διότι κα­νέναν από εκείνους που προσέρχονται σ' Αυτόν δεν τον αποστρέφεται ο υπεράγαθος Θεός, ακόμη κι αν αυτός είναι ο ίδιος ο Σατανάς και διάβολος. Επίσης γίνεται αυτό για να φανή η σκληρότης και απόγνωσις των δαιμόνων. Όταν λοιπόν έλθη, μη τον σκανδαλίσης απ’ την αρχή, αλλά πες του τα εξής: «Για να καταλάβης ότι ο Θεός είναι φιλάνθρωπος και κανένα από όσους προστρέχουν σ' Αυτόν δεν τον απο­στρέφεται, ακόμη κι αν αυτός είναι δαίμων και διάβολος, υποσχέθηκε και σένα να σε δεχθή, εάν βέβαια φύλαξης αυτά που σε προστάζει». Και τότε θα σου πη: «Ποια εί­ναι αυτά;» Κι εσύ να του πης: «Ο Κύριος και Θεός γνωρίζει πολύ καλά ποιος είσαι και από πού ήρθες, για να Τον δοκιμάσης. Διότι εσύ είσαι το αρχαίο κακό, που από την υπερηφάνεια σου δεν έχεις μάθει να γί­νεσαι καινούργιο καλό. Πώς λοιπόν θα μπόρεσης να ταπεινωθής και να βρης έλεος με την μετάνοια; Για να μην έχης όμως πρόφασι απολογίας ενώπιον Του κατά τη ημέρα της κρίσεως ότι δήθεν ήθελες να μετανοήσης κι ο Θεός δεν σε δέχθηκε, πρόσε­χε στα λόγια μου, πώς πρέπει ν' αρχίσης τη σωτηρία σου. Ο Κύριος είπε να καθήσης επί τρία χρόνια σε ένα τόπο ακίνητος και στραμμένος μέρα-νύχτα προς ανατο­λάς και να φωνάζης εκατό φορές με δυ­νατή φωνή: Ο Θεός, ελέησόν με το αρχαίον κακόν και πάλι άλλες εκατό φορές με δυνατή φωνή: Ο Θεός, ελέησόν με το βδελύγμα της ερημώσεως και πάλι άλλες τό­σες Ο Θεός, ελέησόν με την εσκοτισμένην απάτην. Αυτά να τα φωνάζης αδιάκοπα, γιατί δεν έχεις σώμα για να κουρασθής και να λιποψυχήσης. Όταν δε τα κάνης αυτά με ταπείνωσι, τότε θα επανέλθης στην αρ­χαία τάξι και θα συγκαταριθμηθής με τους αγγέλους του Θεού». Αν λοιπόν συμφωνήση μαζί σου να τα κάνη αυτά, δέξου τον σε μετάνοια. Αλλά γνωρίζω καλά ότι το αρ­χαίο κακό δεν γίνεται καινούργιο καλό. Γράψε όμως αυτά που θα συμβούν, για να σώζωνται μέχρι των εσχάτων ημερών, ώστε να μη απελπίζωνται όσοι θέλουν να μετα­νοήσουν. Διότι αυτή η διήγησις θα συντέ­λεση πάρα πολύ στο να πληροφορηθούν οι άνθρωποι ότι είναι εύκολο να μην απελπί­ζωνται για την σωτηρία τους.
Αυτά είπε ο Άγγελος και ανέβηκε στους ουρανούς. Την άλλη μέρα πρωί-πρωί ήρθε ο δαίμων και άρχισε από μακριά να θρηνή υποκριτικά και να χαιρετά τον γέροντα. Ο γέροντας από την αρχή δεν ξεσκέπασε την μηχανορραφία του, μόνο έλεγε από μέσα του: «Κακώς ήρθες κλέφτη, διάβολε, σκορ­πιέ, αρχαίο κακό, το ιοβόλο φίδι το παμ­πόνηρο». Έπειτα του λέει:

— Γνώριζε ότι παρεκάλεσα τον Κύριο καθώς σου υποσχέθηκα και ότι σε δέχεται σε μετάνοια, εάν βέβαια εκτέλεσης αυτά που σε διατάζει δι' εμού ο κραταιός και πανίσχυρος Θεός.
Και ποια είναι αυτά που ώρισε ο Θε­ός να κάνω;
Ο Θεός προστάζει να σταθής σ' ένα τόπο για τρία χρόνια στραμμένος προς α­νατολάς και να φωνάζης νύχτα-μέρα επί τρία έτη εκατό φορές: Ο Θεός, ελέησόν με, το βδέλυγμα της ερημώσεως, άλλες τόσες φορές: Ο Θεός, ελέησόν με, την εσκοτισμένην απάτην κι άλλες τόσες Ο Θεός, ελέη­σόν με, το αρχαίον κακόν, και όταν τα κά­νης αυτά, θα σε συναριθμήση με τους αγγέ­λους του.

Τότε ο Ζερέφερ, ο υποκριτής της μετα­νοίας, ακούγοντας τα αυτά, γέλασε αμέ­σως δυνατά και λέει:

— Βρε σαπρόγερε, αν ήταν να αποκαλέ­σω τον εαυτό μου βδέλυγμα της ερημώσε­ως και αρχαίο κακό και εσκοτισμένη απά­τη, θα το έκανα μια και καλή από την αρχή και θα σωζόμουνα. Τώρα εγώ αρχαίο κα­κό; Μη γένοιτο! Και ποιος το λέει αυτό; Εγώ είμαι αρχαίο καλό και πολύ καλό μά­λιστα. Και δηλαδή τώρα, όσο είμαι ακόμα θαυματουργός και όλοι με φοβούνται και υποτάσσονται σε μένα, να αποκαλέσω εγώ ο ίδιος τον εαυτό μου βδελύγμα της ερη­μώσεως και εσκοτισμένη απάτη και αρχαίο κακό; Όχι, γέροντα! Όχι, όσο εξουσιάζω τους αμαρτωλούς, να γίνω εγώ δούλος αχρείος, ταπεινός και ευτελής με την μετά­νοια! Όχι, γέροντα! Όχι, γέροντα! Όχι, μη γένοιτο να καταντήσω εγώ σε τέτοια ατιμία!

Αυτά είπε το ακάθαρτο πνεύμα και εξαφανίστηκε αλαλάζοντας. Ο γέροντας τότε σηκώθηκε να προσευχηθή ευχαριστώντας τον Θεό και λέγοντας:

— Αλήθεια είπες, Κύριε, ότι αρχαίο κα­κό καινούργιο καλό δεν γίνεται.

Αυτά, αγαπητοί μου, δεν τα διηγήθηκα έτσι απλώς και τυχαία, αλλά για να πληροφορηθήτε το μέγεθος της αγαθότητος του Δεσπότου Χριστού· ότι δηλ. εάν και τον διάβολο δέχεται σε μετάνοια, πόσο μάλλον τους ανθρώπους, που για χάρι τους έχυσε το ίδιο Του το αίμα.

* Κείμενο βλ. Ξένης Μοναχής, Πορεία προς Ουρανόν, Αθήναι 1973, σελ. 41
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 7

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

Η νοερά προσευχή και οι εν τω κόσμω πιστοί. -Γέροντος Ιωσήφ Βατοπεδινού


Η νοερά προσευχή και οι εν τω κόσμω πιστοί


Γέροντος Ιωσήφ Βατοπεδινού
Πάντα γεννάται το ερώτημα: Δύνανται αυτοί που ζουν στον κόσμο να ασχολούνται με την νοερά προσευχή; Προς τους ερωτώντας αποκρινόμεθα καταφατικά: Ναι. Για να γίνη καταληπτή η προτροπή μας προς τους ενδιαφερομένους, αλλά και η υπόδειξη στους μη γνωρίζοντας, εξηγούμεν συντόμως περί τούτου του θέματος, ώστε να μην προβληματίζωνται εκ της διαφορετικής ίσως ερμηνείας και προσδιορισμού της «νοεράς προσευχής».
Γενικά, η προσευχή είναι η μόνη υποχρεωτική και απαραίτητη εργασία και αρετή για όλη την λογική φύση, αισθητή και νοούμενη, ανθρωπίνη και αγγελική και γι' αυτό προσταζόμεθα στην αδιάλειπτό της εργασία.
Η προσευχή δεν χωρίζεται δογματικώς σε τύπους και τρόπους, αλλά, κατά τους Πατέρας μας, κάθε τύπος και τρόπος προσευχής είναι ωφέλιμος, αρκεί να μην είναι τίποτε διαβολική πλάνη και επήρεια. Ο σκοπός της παναρέτου αυτής εργασίας είναι να στρέφη και να κρατά τον νου του ανθρώπου στον Θεό. Γι' αυτόν λοιπόν τον σκοπό οι Πατέρες μας επενόησαν ευκολώτερους τρόπους και απλούστευσαν την προσευχή, ώστε ο νους ευκολώτερα και σταθερώτερα να στρέφεται και παραμένη στον Θεό. Στας λοιπάς αρετάς μεσολαβούν και άλλα μέλη και αισθήσεις του ανθρώπου, ενώ στην μακάρια προσευχή ο νους μόνος εξ ολοκλήρου ενεργεί· επομένως, χρειάζεται πολλή προσπάθεια στην προτροπή και συγκράτησή του, για να γίνη η προσευχή καρποφόρος και δεκτή. Οι αγιώτατοι Πατέρες μας, που αγάπησαν εξ ολοκλήρου τον Θεό, είχαν ως κυριωτέρα των σπουδή να ενωθούν και να παραμένουν συνεχώς μαζί Του· ως εκ τούτου, έστρεφαν όλη τους την προσπάθεια στην προσευχή, ως το αποτελεσματικώτερον μέσο.
Για τους λοιπούς τρόπους προσευχής, ως γνωστούς και συνήθεις σχεδόν σε όλους τους χριστιανούς, δεν θα πούμε τώρα, παρά μόνο διά την λεγομένη «νοεράν προσευχή», που συνεχώς ερωτώμεθα. Είναι ένα θέμα που σήμερα απασχολεί το ευλαβές πλήρωμα των πιστών, επειδή τούτο σχεδόν αγνοείται και πολλές φορές παρερμηνεύεται και περιγράφεται μάλλον φανταστικώς. Τον ακριβή τρόπο της εφαρμογής, ως και τα αποτελέσματα αυτής της θεοποιού αρετής, από της καθάρσεως έως αυτού του αγιασμού, όπου αυτή οδηγεί, θα αφήσωμε τους Πατέρες να μας πουν. Μόνο τόσα θα αναφέρουμε εμείς οι ευτελείς, όσα είναι ικανά να διασαφήσουν και να πείσουν τους αδελφούς μας που ζουν στον κόσμο, πώς πρέπει να ασχοληθούν με αυτήν.
Την ονόμασαν οι Πατέρες νοεράν, διότι γίνεται με τον νουν, αλλά και νήψη την ονομάζουν, που σχεδόν σημαίνει πάλι το ίδιο. Τον νουν οι Πατέρες μας τον προσδιορίζουν ως ένα ελεύθερο και περίεργο ον, που δεν ανέχεται περιορισμούς και ούτε για πολύ πείθεται σε κάτι που δεν μπορεί μόνος του να το συλλάβη. Γι' αυτό, πρώτον, εδιάλεξαν μόνο λίγες λέξεις σε μίαν απλούστατη ευχή, «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με», ώστε να μην χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια του νου να συγκρατή παρατεταμένη ευχή· δεύτερον, εγύρισαν τον νου εσωτερικά, στο κέντρο του λογικού είναι μας, όπου παραμένοντας ακίνητος με το νόημα της θείας επικλήσεως, του γλυκύτατου ονόματος του Κυρίου μας Ιησού, να αισθανθή το συντομώτερο δυνατόν την θείαν παρηγορίαν. Αδύνατον, κατά τους Πατέρες, επικαλούμενος συνεχώς ο πανάγαθος Δεσπότης μας να μην εισακούση, Αυτός που τόσον επιθυμεί την σωτηρίαν των ανθρώπων.
Επειδή όμως η κατά φύσιν αρετή που επιδιώκεται να επιτευχθή χρειάζεται και τα συντελούντα μέσα, έτσι και η ιερά αυτή εργασία χρειάζεται τα απαραίτητα σχεδόν στοιχεία. Η κάποια ησυχία, η αμεριμνησία, η αποφυγή της γνώσεως και διηγήσεως των συμβαινόντων, το κατά τους Πατέρας «δούναι και λαβείν», η εγκράτεια γενικώς και η εκ τούτων γενική σιωπή. Έπειτα, η επίμονος συνέχεια και συνήθεια δεν νομίζω να είναι ακατόρθωτα στους ευλαβείς ενδιαφερομένους για την ιερωτάτην αυτήν εργασία. Μια καλή συνήθεια σε ένα χρονικό διάστημα του ημε¬ρονυκτίου, πάντοτε περίπου το ίδιο, θα είναι μια καλή αρχή.
Τονίσαμε ασφαλώς την επιμονή σαν το πλέον απαραίτητο στοιχείο στην προσευχή, δικαίως δε τονίζεται και υπό του θείου Παύλου, τη προσευχή προσκαρτερείτε. Ιδιαιτέρως από τας λοιπάς αρετάς, η προσευχή χρειάζεται προσπάθεια σε όλη μας την ζωή και γι' αυτό επαναλαμβάνω στους προσπαθούντας να μην βαρύνωνται, ούτε να νομίζουν την ανάγκη της καρτερίας ως αποτυχία στην νηπτικήν αυτήν εργασία.
Στην αρχή είναι απαραίτητο να λέγεται ψιθυριστά η ευχή ή και δυνατώτερα, όταν συναντάται βία και αντίδραση εσωτερική. Όταν κατορθωθή αυτή η καλή συνήθεια, ώστε με ευκολία να κρατάται και λέγεται η ευχή, τότε μπορούμε να στραφούμε και εσωτερικώς με τελείαν εξωτερική σιωπή. Στο βιβλιαράκι «Περιπέτειες ενός Προσκυνητού», στο πρώτο του μέρος δίδεται ένα καλό παράδειγμα για την εισαγωγή στην ευχή. Η καλή λοιπόν επιμονή και προσπάθεια, πάντοτε με τα ίδια λόγια της ευχής, χωρίς να μεταλλάσσωνται συχνά, θα γεννήση την καλή συνήθεια και αυτή θα φέρη το κράτημα του νου, οπότε και η παρουσία της Χάριτος θα φανερωθή.
Όπως κάθε αρετή αντιστοιχεί σε ένα αποτέλεσμα, έτσι και η προσευχή έχει ως αποτέλεσμα την κάθαρση του νου και τον φωτισμό και φθάνει το άκρον και τέλειον αγαθόν, την ένωση μετά του Θεού, αυτήν ταύτην δηλαδή την θέωση. Πλην όμως λέγουν οι Πατέρες και τούτο, ότι απόκειται στον άνθρωπο να ζητάη και να προσπαθή να μπη στον δρόμο που άγει προς την πόλη και, αν τυχόν δεν έφθασε στο τέρμα, γιατί δεν πρόφθασε για πολλούς λόγους, ο Θεός τον συγκαταλέγει στους τερματίσαντας. Και για να γίνω πιο σαφής, ιδίως στο θέμα προσευχής, λέγω πως πρέπει όλοι μας οι χριστιανοί να αγωνιζώμεθα στην ευχήν, ιδίως σ' αυτή την λεγομένη μονολόγιστη η νοερά προσευχή- και όπου φθάση κανείς, πολύ κέρδος έχει.
Παρούσης της ευχής δεν παραδίδεται ο άνθρωπος στον αναμένοντα πειρασμό, διότι η παρουσία της είναι νήψη και η ουσία της είναι προσευχή· επομένως ο αγρυπνών και προσευχόμενος ου μη εισέρχεται εις πειρασμόν. Ύστερα, δεν παραδίδεται σε σκοτισμόν ο άνθρωπος, ώστε να παραλογίση και σφάλλη στην κρίση και απόφαση του. Μετά, δεν πίπτει σε ραθυμία και αμέλεια που είναι η βάση πολλών κακών. Και πάλιν, δεν νικάται από πάθη και αδυναμίες όπου είναι αδύνατος και ιδίως όταν τα αίτια παρευρίσκωνται κοντά. Απεναντίας, αυξάνει ο ζήλος και η ευλάβειά του. Γίνεται πρόθυμος για αγαθοεργία. Πραΰνεται και αμνησικακεί. Αυξάνει δε από ημέρας σε ημέραν την προς τον Χριστόν πίστη και αγάπη του και αυτό τον ερεθίζει προς όλες τις αρετές. Έχομε πάρα πολλά παραδείγματα συγχρόνων ανθρώπων, και ιδίως νέων, που με την καλή συνήθεια της ευχής εσώθησαν από τρομερούς κινδύνους ή πτώσεις σε μεγάλα κακά ή και από θανατηφόρα συμπτώματα.
Επομένως η ευχή είναι καθήκον κάθε πιστού, κάθε ηλικίας και γένους και καταστάσεως, ασχέτως χώρου και χρόνου και τρόπου. Με την ευχή ενεργοποιείται η θεία Χάρις και δίδει λύσεις σε προβλήματα και πειρασμούς που απασχολούν τους πιστούς, ώστε, κατά την Γραφή, πας ος αν επικαλέσηται το όνομα Κυρίου σωθήσεται.
Δεν υπάρχει κίνδυνος πλάνης, όπως διαδίδεται από μερικούς αδαείς, αρκεί μόνο να λέγεται η ευχή με τρόπον απλό και ταπεινό. Είναι πολύ απαραίτητο, όταν λέγεται η ευχή, να μην παριστάνεται στον νου καμμιά εικόνα, ούτε του Δεσπότου μας Χριστού υπό οιανδήποτε μορφήν, ούτε της Κυρίας Θεοτόκου ή κάποιου άλλου προσώπου ή παραστάσεως. Η εικόνα είναι ο τρόπος του σκορπισμού του νου. Πάλιν διά μέσου της εικόνος γίνεται η είσοδος των λογισμών και της πλάνης. Ο νους να μένη στην έννοια των λόγων της ευχής και με πολλή ταπείνωση να εκδέχεται ο άνθρωπος το θείον έλεος. Οι τυχόν φαντασίες ή φώτα ή κινήσεις και κρότοι και θόρυβοι είναι απαράδεκτα, ως διαβολικά τεχνάσματα προς παρεμπόδιση ή παραπλάνηση. Ο τρόπος της παρουσίας της Χάριτος στους εισαγωγικούς είναι χαρά πνευματική ή δάκρυα ήρεμα και χαροποιά ή ήρεμος φόβος εκ της μνήμης των αμαρτιών προς αύξησιν του πένθους και του κλαυθμού. Προοδευτικά η Χάρις γίνεται αίσθηση της αγάπης του Χριστού, οπότε εξαφανίζεται τελείως ο μετεωρισμός του νου και θερμαίνεται η καρδία στην αγάπη του Θεού τόσον, ώστε νομίζει ότι άλλο δεν θα αντέξη. Άλλοτε πάλι σκέπτεται και θέλει να μείνη για πάντα όπως ακριβώς ευρίσκεται και να μην ζητά τίποτε άλλο να ιδή ή να ακούση. Όλα αυτά και διάφορες άλλες μορφές αντιλήψεως και παρηγοριάς είναι εισαγωγικά σε όσους προσπαθούν να λέγουν και κρατάνε την ευχή, όσον από αυτούς εξαρτάται και δύνανται. Έως αυτού του σημείου, που είναι τόσον απλό, νομίζω ότι κάθε ψυχή που εβαπτίσθη και πολιτεύεται ορθόδοξα μπορεί να το εφαρμόση και να ευρίσκεται στην πνευματική αυτή ευφροσύνη και χαρά, έχοντας ταυτοχρόνως και την θεία σκέπη και βοήθεια σε όλες τις πράξεις και ενέργειες της.
Επαναλαμβάνω και πάλι την παρακίνησή μου σε όσους αγαπούν τον Θεό και την σωτηρία τους να μην βραδύνουν να δοκιμάσουν την καλήν αυτήν εργασία και συνήθεια για την Χάριν και ελεημοσύνη που παρέχει σε όσους λίγο κοπιάσουν στην εργασίαν αυτή. Και τούτο τους λέγω για θάρρος, να μην διστάσουν ή μικροψυχήσουν με την λίγη αντίδραση ή κόπωση που θα συναντήσουν. Σύγχρονοι Γέροντες που γνωρίσαμε είχαν στον κόσμο πολλούς μαθητές, άνδρες και γυναίκες, εγγάμους και μη, που όχι μόνο στην εισαγωγική κατάσταση έφθασαν, αλλά και περισσότερον ανέβησαν με την Χάριν και ευσπλαχνία του Χριστού μας, ότι κούφον εν οφθαλμοίς Κυρίου του πλουτίσαι πένητα. Δεν υπάρχει, νομίζω, στον σημερινό κυκεώνα της τόσης ταραχής και αρνήσεως και απιστίας, απλούστερο και ευκολώτερο και από όλους σχεδόν κατορθωτό πνευματικό επιτήδευμα με τόση πολλαπλήν ωφέλεια και προκοπή, από την μικρήν αυτήν ευχήν. Επιβάλλεται και καθήμενος κανείς και κινούμενος και εργαζόμενος και, αν είναι ανάγκη και στο στρώμα να είναι και γενικά, όπου και όπως ευρίσκεται, μπορεί να λέγη την μικρή αυτή ευχή που περιέχει μέσα της και την πίστη και την ομολογία και την επίκληση και την ελπίδα. Με τόσο δε μικρό κόπο και ασήμαντη προσπάθεια συμπληρώνει στην εντέλεια την καθολικήν εντολήν αδιαλείπτως προσεύχεστε. Σε όποιον λόγο των Πατέρων μας και αν στραφή κανείς, ή ακόμα και στους θαυμαστούς βίους των δεν θα συνάντηση σχεδόν καμμίαν άλλην αρετή τόσο πολύ να εξυμνήται και με ζήλο και επιμονή να εφαρμόζεται, ώστε να αποτελή αυτή μόνη το ισχυρότερο μέσον της εν Χριστώ επιτυχίας. Δεν είναι ο σκοπός μας να εκθειάσωμεν ή να περιγράψωμεν αυτή την βασίλισσα των αρετών, διότι ό,τι και αν πούμεν εμείς, μάλλον θα την μειώσωμεν. Ο σκοπός μας είναι να παρακινήσωμεν και ενθαρρύνωμε κάθε πιστό στην εργασία της και καθένας μετά θα διδαχθή εκ της πείρας του ό,τι εμείς πολύ ελάχιστα είπαμε.
Δράμετε οι απορούντες, οι απεγνωσμένοι, οι θλιμμένοι, οι αγνοούντες, οι ολιγόπιστοι και ποικιλοτρόπως δοκιμαζόμενοι στην παρηγορίαν και λύσιν των προβλημάτων σας. Ο γλυκύς μας Ιησούς Χριστός, η Ζωή μας, μας αναγγέλλει ότι «χωρίς Αυτού ου δυνάμεθα ποιείν ουδέν». Ιδού λοιπόν όπου, επικαλούμενοι Αυτόν συνεχώς, ουδέποτε μένομε μόνοι και επομένως «πάντα ισχύομεν και θα ισχύσωμεν δι' Αυτού». Ιδού το ορθόν νόημα και η εφαρμογή του σημαντικού ρήματος της Γραφής: «επικάλεσαί με εν ημέρα θλίψεώς σου και εξελούμαί σε και δοξάσεις με». Εμείς όχι μόνον «εν ημέρα θλίψεως», αλλά συνεχώς να επικαλούμεθα το πανάγιόν Του όνομα, για να φωτίζεται ο νους μας, ώστε να μην εισερχώμεθα σε πειρασμούς. Εάν δε κάποιος θέλη και υψηλότερα να βάδιση, όπου η παναγία Χάρις θα τον ελκύση, από την εισαγωγή αυτή θα διαβή και «λαληθήσεται» σ' αυτόν και περί Εκείνου, όταν φθάση έως εκεί.
Ως επίλογο των γραφέντων επαναλαμβάνομε την παρακίνηση ή μάλλον την ενθάρρυνση μας προς πάντας τους πιστούς, ότι δύνανται και επιβάλλεται να ασχολούνται με την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», την λεγομένη «νοεράν προσευχήν», με βεβαίαν πίστη, ότι πολύ θα ωφεληθούν, σε οποιοδήποτε στάδιο και αν φθάσουν. Η μνήμη του θανάτου και το ταπεινόν φρόνημα, με άλλα βοηθητικά όπου προείπαμεν, εγγυώνται την επιτυχία χάριτι Χριστού, του οποίου η επίκληση θα είναι ο στόχος της αγαθής απασχολήσεως. Αμήν.
Περιοδικό Αγιορείτικη μαρτυρία 
Τριμηνιαία έκδοσις ιεράς μονής Ξηροποτάμου
Τεύχος 8-9
ΙΟΥΝΙΟΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1990

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ ΤΟΥ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΥ



ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ ΤΟΥ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΥ

altΣύντομη Βιογραφία του Γέροντος Ιωσήφ του Βατοπαιδινού
Το Άγιον Όρος έχει αναδείξει στους κόλπους της  μεταξύ άλλων δύο σύγχρονους οσίους Γέροντες, τον Ιωσήφ τον Ησυχαστή, ο οποίος συμπλήρωσε 50 έτη από την οσιακή κοίμησή του (1959-2009) και τον πρόσφατα κοιμηθέντα Γέροντα Ιωσήφ τον Βατοπαιδινό και ανακαινιστή της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου.
Ο Μακαριστός Γέροντας Ιωσήφ γεννήθηκε την 1η Ιουλίου 1921, ημέρα εορτής των Αγίων Αναργύρων. Κοιμήθηκε την ίδια ημέρα, ήτοι 1 Ιουλίου 2009. Αποτελεί μια από τις σύγχρονες Αγιορείτικες ορθόδοξες μορφές, τις οποίες οι Άγιοι Ανάργυροι, ως φαίνεται, είχαν υπό την σκέπη τους.
Η μητέρα του Γέροντα, όταν κυοφορούσε σε αυτόν, επισκέφθηκε ένα μικρό μοναστήρι αφιερωμένο στους Αγίους Αναργύρους στην περιοχή Γιόλου στην Κύπρο, προκειμένου να προσευχηθεί για την εγκυμοσύνη της. Εκεί στην αυλή του μοναστηριού, 7 μηνών έγκυος, αισθάνθηκε πρόωρα τους πόνους του τοκετού και έτσι γεννήθηκε ο μικρός Σωκράτης, που αποτελεί το κοσμικό όνομα του Γέροντα.
Οι Άγιοι Ανάργυροι δεν έπαψαν να τον ευεργετούν. Όταν ήταν υποτακτικός στο Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή, ζούσε κάτω από πολύ δύσκολες και σκληρές συνθήκες. Όμως ούτε η αυστηρότητα του προγράμματος, ούτε οι στερήσεις των απαραίτητων αναγκών, ούτε το αφιλόξενο του τόπου τον πτοούσαν, καθώς δοξολογούσε καθημερινά το Θεό γα τη Θεία Χάρη Του και τις ευχές των Γερόντων.
Με το πέρασμα των χρόνων ο Γέροντας ασθένησε, ταλαιπωρούμενος από αιμοπτύσεις και γαστρορραγίες. Και πάλι η Θεία Χάρις τον συνόδευε στον αγώνα αυτό, καθώς ο άνθρωπος αυτός - πρότυπο για εμάς βάσιζε τα πάντα στην πίστη και όχι στη λογική. Οι αλλεπάλληλες αντιλήψεις της θείας αγαθότητας, η συνεχιζόμενη μυστηριώδης σκέπη της Χάριτος και το αδιάκοπο αίσθημα ασφάλειας, που του προσέφερε η μοναστική ζωή, έδιναν στο Γέροντα εσωτερική ανάταση και σθένος να αγωνιστεί.
Όταν η κατάστασή του επιδεινώθηκε η Συνοδεία του Γέροντα μεταφέρθηκε στη Νέα Σκήτη, όπου το κλίμα ήταν ηπιότερο και μικρότερες οι αχθοφορίες. Έπρεπε να προχωρήσει σε επέμβαση. Τότε έμενε μαζί με το Γέροντα Θεοφύλακτο στο κελί των Αγίων Αναργύρων. Και γράφει σχετικά ο Γέροντας Ιωσήφ: «για μένα, ο Γέρων Θεοφύλακτος, όταν έσπασε το στομάχι μου, παρακάλεσε πολύ τον Άγιο Παντελεήμονα και τον είδε στο Ναό του και του είπε ότι θα γίνω καλά και να μην κάνω εγχείρηση, την οποία είχαν αποφασίσει οι θεράποντες ιατροί μου. Είχα έλκος προχωρημένης μορφής και καμία δίαιτα, ούτε φάρμακο μου προσέφεραν τίποτα. Μετά από την αποχή από όλα όσα με έβλαπταν περισσότερο από δύο χρόνια, δεν υπήρχε άλλη λύση από την εκτομή. Τότε επενέβη ο ένδοξος μεγαλομάρτυρας του Χριστού, ο συμπαθέστατος Παντελεήμων και παρήγγειλε στο Γέροντα Θεοφύλακτο να μου πει επιτακτικά να μην κάνω εγχείρηση, αλλά να το αφήσω στην πρόνοια της Παναγίας μας. Αμέσως θεραπεύτηκα τελείως, για να το διαπιστώσω δε και πρακτικά επισκέφτηκα τους θεράποντες ιατρούς μου, οι οποίοι γνώριζαν την ασθένειά μου σε όλη της την έκταση για να μου πουν τώρα σε ποια κατάσταση βρίσκομαι. Μου έκαμαν ακτινοσκόπηση και δεν βρήκαν απολύτως τίποτα, παρά μόνο μια μικρή ουλή παλιάς επουλωμένης πληγής».
Την παραμονή της κοίμησής του ο Γέροντας εξομολογήθηκε στο διακονητή του ότι αισθάνεται το θάνατο να έρχεται. Η εξάντληση που ένιωθε επέφερε πτώση της πίεσης και πνευμονικό οίδημα. Οι Άγιοι Ανάργυροι τον πήραν από κοντά μας ξημερώματα Τετάρτης 1 Ιουλίου, οπότε πήρε τρεις αργές αναπνοές και έτσι ήσυχα έφυγε για την αιωνιότητα.
Μετά την κοίμησή του επήλθε και το πρώτο θαύμα του Γέροντος Ιωσήφ  του Βατοπαιδινού. Την ώρα της κοίμησής του είχε μείνει με το στόμα μισάνοιχτο. Όταν ήρθε η ώρα να ετοιμαστεί σύμφωνα με το μοναχικό τυπικό, ο Γέροντας Εφραίμ  έδωσε εντολή να αφήσουν το πρόσωπο ακάλυπτο. Οι πατέρες προσπάθησαν να κλείσουν το στόμα του, όμως αυτό δεν έκλεινε. Τον έραψαν στο μοναχικό μανδύα, όπως είθισται και στη συνέχεια έκοψαν το ύφασμα γύρω από το πρόσωπό του, κατά την εντολή του Γέροντος Εφραίμ και τότε βρήκαν, μιάμιση ώρα μετά την κοίμησή του, τον Γέροντα Ιωσήφ χαμογελαστό! Αυτό αποτελεί θαύμα, που η Θεία Χάρις επενεργεί και δεν μπορεί να ερευνηθεί και να εξηγηθεί επιστημονικά. Όμως μόνο βιωματικά μπορεί κάθε ευσεβής και ταπεινός Χριστιανός να αισθανθεί και να κατανοήσει το μέγα αυτό γεγονός.
(Από το περιοδικό «Ορθόδοξη Μαρτυρία»)


Δείτε το βίντεο με τις συγκλονιστικές φωτογραφίες του Γέροντος Ιωσήφ του Βατοπαιδινού:


Επιμέλεια: Κυριάκος Διαμαντόπουλος